overwork
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
overwork | - |
overwork (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | overwork |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overworks |
αόριστος | overworked |
παθητική μετοχή | overworked |
ενεργητική μετοχή | overworking |
overwork (en)
- δουλεύω μέχρι υπερβολική κούραση