ενεστώτας overexert
γ΄ ενικό ενεστώτα overexerts
αόριστος overexerted
παθητική μετοχή overexerted
ενεργητική μετοχή overexerting

overexert (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία