ενεστώτας overstate
γ΄ ενικό ενεστώτα overstates
αόριστος overstated
παθητική μετοχή overstated
ενεργητική μετοχή overstating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overstate < over- + state

overstate (en)

  • μεγαλοποιώ, υπερτονίζω, λέω κάτι με τρόπο που το κάνει να φαίνεται πιο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι
    ⮡  He overstates his successes to impress.
    Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
    ⮡  The importance of private initiative should not be overstated.
    Δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exaggerate