ενεστώτας overdo
γ΄ ενικό ενεστώτα overdoes
αόριστος overdid
παθητική μετοχή overdone
ενεργητική μετοχή overdoing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overdo < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική overdon < αγγλοσαξονική oferdōn. Μορφολογικά αναλύεται σε over- + do

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌəʊ.vəˈduː/ (βρετανικό)
 
 
ΔΦΑ : /ˌoʊ.vɚˈduː/ (ΗΠΑ)

overdo (en)

  • παρακάνω
    ⮡  You can add some more pictures in your presentation, but don't overdo it.
    Μπορείς να προσθέσεις λίγες ακόμα φωτογραφίες στην παρουσίασή σου, αλλά μην το παρακάνεις.

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Μέχρι και τον 19ο αιώνα, το «overdo» χρησιμοποιούνταν ως αμετάβατο, αλλά, η χρήση αυτή, είναι σπάνια στα σημερινά αγγλικά κι έχει αντικατασταθεί με τη φράση «overdo it» (το παρακάνω, το παραξηλώνω).