ostempo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ostempo | ostempoj |
αιτιατική | ostempon | ostempojn |
ostempo (eo)
- το μέλλον
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ostempo | ostempoj |
αιτιατική | ostempon | ostempojn |
ostempo (eo)