origano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- origano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | origano | origanoj |
αιτιατική | origanon | origanojn |
origano (eo)
- η ρίγανη
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαorigano (it)
- η ρίγανη