orelisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orelisto | orelistoj |
αιτιατική | oreliston | orelistojn |
orelisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orelisto | orelistoj |
αιτιατική | oreliston | orelistojn |
orelisto (eo)