ordonpovo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ordonpovo | ordonpovoj |
αιτιατική | ordonpovon | ordonpovojn |
ordonpovo (eo)
- η εξουσία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ordonpovo | ordonpovoj |
αιτιατική | ordonpovon | ordonpovojn |
ordonpovo (eo)