ordiganto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ordiganto | ordigantoj |
αιτιατική | ordiganton | ordigantojn |
ordiganto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ordiganto | ordigantoj |
αιτιατική | ordiganton | ordigantojn |
ordiganto (eo)