ordeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ordeno | ordenoj |
αιτιατική | ordenon | ordenojn |
ordeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ordeno | ordenoj |
αιτιατική | ordenon | ordenojn |
ordeno (eo)