oratoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oratoro | oratoroj |
αιτιατική | oratoron | oratorojn |
oratoro (eo)
- ο ρήτορας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oratoro | oratoroj |
αιτιατική | oratoron | oratorojn |
oratoro (eo)