oranĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oranĝo | oranĝoj |
αιτιατική | oranĝon | oranĝojn |
oranĝo (eo)
- το πορτοκάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oranĝo | oranĝoj |
αιτιατική | oranĝon | oranĝojn |
oranĝo (eo)