Ετυμολογία

επεξεργασία
oranĝ- < γαλλική, αγγλική orange

oranĝ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: πορτοκάλι

Παράγωγα

επεξεργασία