opoziciulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- opoziciulo < opozicio (αντιπολίτευση) + -ul- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opoziciulo | opoziciuloj |
αιτιατική | opoziciulon | opoziciulojn |
opoziciulo (eo)
- (πολιτική) μέλος της αντιπολίτευσης