operkulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- operkulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | operkulo | operkuloj |
αιτιατική | operkulon | operkulojn |
operkulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | operkulo | operkuloj |
αιτιατική | operkulon | operkulojn |
operkulo (eo)