ενεστώτας ooze
γ΄ ενικό ενεστώτα oozes
αόριστος oozed
παθητική μετοχή oozed
ενεργητική μετοχή oozing

ooze (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) στάζω, περνάω, ένα παχύρρευστο υγρό ρέει από κάτι αργά
    ⮡  The walls were oozing with moisture.
    Οι τοίχοι έσταζαν υγρασία.
    ⮡  The moisture is oozing from the walls.
    Η υγρασία πέρασε τους τοίχους.