onklo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- onklo < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | onklo | onkloj |
αιτιατική | onklon | onklojn |
onklo (eo)
- ο θείος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | onklo | onkloj |
αιτιατική | onklon | onklojn |
onklo (eo)