Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

once in a while < → δείτε τις λέξεις once, in, a και while

  Επίρρημα επεξεργασία

once in a while (en) (χωρίς παραθετικά)

Άλλες μορφές επεξεργασία