occasionally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- occasionally < occasional + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαoccasionally (en)
- περιστασιακά, ενίοτε, πότε πότε, πού και πού, κάποιες φορές
- ⮡ We had, occasionally, some differences of points of view.
- Είχαμε, περιστασιακά, κάποιες διαφορές απόψεων.
- ⮡ We had, occasionally, some differences of points of view.