Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
occasional
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
occasional
<
occasion
+
-al
Επίθετο
επεξεργασία
occasional
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
περιστασιακός
⮡
occasional
smoking
-
περιστασιακό
κάπνισμα
Συγγενικά
επεξεργασία
occasionally