oldulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oldulo | olduloj |
αιτιατική | oldulon | oldulojn |
oldulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oldulo | olduloj |
αιτιατική | oldulon | oldulojn |
oldulo (eo)