okupado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okupado | okupadoj |
αιτιατική | okupadon | okupadojn |
okupado (eo)
- η ασχολία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okupado | okupadoj |
αιτιατική | okupadon | okupadojn |
okupado (eo)