okulsigno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulsigno | okulsignoj |
αιτιατική | okulsignon | okulsignojn |
okulsigno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulsigno | okulsignoj |
αιτιατική | okulsignon | okulsignojn |
okulsigno (eo)