okulharo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulharo | okulharoj |
αιτιατική | okulharon | okulharojn |
okulharo (eo)
- το βλέφαρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulharo | okulharoj |
αιτιατική | okulharon | okulharojn |
okulharo (eo)