Ετυμολογία

επεξεργασία
oktobra < Oktobr- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική oktobra oktobraj
αιτιατική oktobran oktobrajn

oktobra (eo)

  1. σχετικός με τον Οκτώβριο, οκτωβριανός
    la octobra numero de la revuo - το νούμερο του Οκτωβρίου του περιοδικού