okso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okso | oksoj |
αιτιατική | okson | oksojn |
okso (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το βόδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okso | oksoj |
αιτιατική | okson | oksojn |
okso (eo)