Ετυμολογία

επεξεργασία
ofta < oft- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ofta oftaj
αιτιατική oftan oftajn

ofta (eo)

ĝi estas ofta nomo, είναι συνηθισμένο όνομα (είναι όνομα που συναντιέται συχνά)