observanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | observanto | observantoj |
αιτιατική | observanton | observantojn |
observanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | observanto | observantoj |
αιτιατική | observanton | observantojn |
observanto (eo)