objektivo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | objektivo | objektivoj |
αιτιατική | objektivon | objektivojn |
objektivo (eo)
- ο σκοπός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | objektivo | objektivoj |
αιτιατική | objektivon | objektivojn |
objektivo (eo)