παραθετικά
θετικός obedient
συγκριτικός more obedient
υπερθετικός most obedient

  Επίθετο

επεξεργασία

obedient (en)

  • υπάκουος
    With time he became more obedient.
    Με τον καιρό έγινε πιο υπάκουος.