nuvoloso
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /nu.voˈlo.zo/ & /nu.voˈlo.so/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nuvoloso | nuvolosi |
θηλυκό | nuvolosa | nuvolose |
nuvoloso (it)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- nuvoloso - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).