nuntempo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuntempo | nuntempoj |
αιτιατική | nuntempon | nuntempojn |
nuntempo (eo)
- το παρόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuntempo | nuntempoj |
αιτιατική | nuntempon | nuntempojn |
nuntempo (eo)