nuncupatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nuncupatif | nuncupatifs |
θηλυκό | nuncupative | nuncupatives |
Επίθετο
επεξεργασίαnuncupatif (fr)
- (για μία διαθήκη) που απαγγέλλεται προφορικά από τον μελλοθάνατο (σε μια εποχή που αυτό επιτρεπόταν)