nuanco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nuanco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuanco | nuancoj |
αιτιατική | nuancon | nuancojn |
nuanco (eo)
- η χροιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuanco | nuancoj |
αιτιατική | nuancon | nuancojn |
nuanco (eo)