novriĉulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novriĉulo | novriĉuloj |
αιτιατική | novriĉulon | novriĉulojn |
novriĉulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novriĉulo | novriĉuloj |
αιτιατική | novriĉulon | novriĉulojn |
novriĉulo (eo)