novjaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- novjaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novjaro | novjaroj |
αιτιατική | novjaron | novjarojn |
novjaro (eo)
- το νέο έτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novjaro | novjaroj |
αιτιατική | novjaron | novjarojn |
novjaro (eo)