noveco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | noveco | novecoj |
αιτιατική | novecon | novecojn |
noveco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | noveco | novecoj |
αιτιατική | novecon | novecojn |
noveco (eo)