Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωιμότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πρωιμότητ
α
οι
πρωιμότητ
ες
γενική
της
πρωιμότητ
ας
των
πρωιμοτήτ
ων
αιτιατική
την
πρωιμότητ
α
τις
πρωιμότητ
ες
κλητική
πρωιμότητ
α
πρωιμότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωιμότητα
<
πρώιμος
+
-ότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pɾo.iˈmo.ti.ta
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
πρω‐ι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρωιμότητα
θηλυκό
(
λόγιο
) το να
είναι
κάτι
πρώιμο
, η
κατάσταση
ή η
ιδιότητα
του
πρώιμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωιμότητα
αγγλικά
:
earliness
(en)
φινλανδικά
:
aikaisuus
(fi)