novaĵbulteno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵbulteno | novaĵbultenoj |
αιτιατική | novaĵbultenon | novaĵbultenojn |
novaĵbulteno (eo)
- φυλλάδιο με νέες πληροφορίες σχετικά με κάτι