Ετυμολογία

επεξεργασία
nougat < γαλλική nougat < οξιτανικά nougat < παλαιά οξιτανικά nougat < noga < λατινική nux (ξηρός καρπός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *knew-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnuːɡɑ/ (EN)
ΔΦΑ : /ˈnuːɡət/ (US)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nougat (en)



      ενικός         πληθυντικός  
nougat nougats

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nougat (fr) αρσενικό