nougat
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nougat < γαλλική nougat < οξιτανικά nougat < παλαιά οξιτανικά nougat < noga < λατινική nux (ξηρός καρπός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *knew-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
nougat (en)
- το μαντολάτο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nougat | nougats |
Ουσιαστικό επεξεργασία
nougat (fr) αρσενικό
- το μαντολάτο