noga
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnoga (pl) θηλυκό
- το πόδι με τις έννοιες
- (ανατομία) το κάτω άκρο ανθρώπου ή ζώου
- το κάτω άκρο αντικειμένου πάνω στο οποίο στηρίζεται
- το κάτω άκρο του ποδιού
- (μεταφορικά) σκράπας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnoga (sr)
- λατινική γραφή του нога