• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

nomo

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Εσπεράντο (eo)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Σύνθετα
  • 2 Ίντο (io)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

nomo < nom- + -o

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nomo nomoj
αιτιατική nomon nomojn

nomo (eo)

  • το όνομα
en la nomo de..., στο όνομα του..., εν ονόματι του...

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • baptonomo



Ίντο (io)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

nomo (io)

  • το όνομα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=nomo&oldid=5218867"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:53
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:53.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie