nomo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nomo | nomoj |
αιτιατική | nomon | nomojn |
nomo (eo)
- το όνομα
- en la nomo de..., στο όνομα του..., εν ονόματι του...
Σύνθετα
επεξεργασία
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnomo (io)
- το όνομα