baptonomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptonomo | baptonomoj |
αιτιατική | baptonomon | baptonomojn |
baptonomo (eo)
- το (μικρό) όνομα, το βαφτιστικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptonomo | baptonomoj |
αιτιατική | baptonomon | baptonomojn |
baptonomo (eo)