noĉo
(Ανακατεύθυνση από nocho)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | noĉo | noĉoj |
αιτιατική | noĉon | noĉojn |
noĉo (eo)
- η εγκοπή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | noĉo | noĉoj |
αιτιατική | noĉon | noĉojn |
noĉo (eo)