Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

noceo < πρωτοϊταλική *nokeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *noḱéye- < *neḱ- (χάνομαι, εξαφανίζομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

noceo (la)

  1. βλάπτω
  2. τραυματίζω, πληγώνω
  3. αφανίζω

Κλίση επεξεργασία