nivelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nivelo | niveloj |
αιτιατική | nivelon | nivelojn |
nivelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nivelo | niveloj |
αιτιατική | nivelon | nivelojn |
nivelo (eo)