nilono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nilono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nilono | nilonoj |
αιτιατική | nilonon | nilonojn |
nilono (eo)
- το νάιλον
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nilono | nilonoj |
αιτιατική | nilonon | nilonojn |
nilono (eo)