Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νάιλον
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νάιλον
<
αγγλική
nylon
(ad hoc επινοημένη λεξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νάιλον
ουδέτερο
άκλιτο
τεχνητή
υφαντική
ύλη, από την οποία κατασκευάζονται ρούχα, σχοινιά, κλπ.
Συνώνυμα
επεξεργασία
πολυαιθυλένιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νάιλον
αγγλικά
:
nylon
(en)
γαλλικά
:
nylon
(fr)