Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νάιλον < αγγλική nylon (ad hoc επινοημένη λεξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νάιλον ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία