nickelage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nickelage | nickelages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnickelage (fr) αρσενικό
- επινικέλωση μετάλλου για να αποφευχθεί η οξείδωσή του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη nickel
ενικός | πληθυντικός |
nickelage | nickelages |
nickelage (fr) αρσενικό