nickel
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
nickel (en)
- νικέλιο
- (ΗΠΑ, Καναδάς) νόμισμα αξίας 5 σεντς
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nickel | nickels |
nickel (fr) αρσενικό
- το νικέλιο
Επιφώνημα επεξεργασία
nickel (fr)