Ουσιαστικό

επεξεργασία

nickel (en)

  1. νικέλιο
  2. (ΗΠΑ, Καναδάς) νόμισμα αξίας 5 σεντς



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nickel nickels

nickel (fr) αρσενικό

  1. το νικέλιο

  Επιφώνημα

επεξεργασία

nickel (fr)

  1. τέλεια!

Συγγενικά

επεξεργασία